-
1 κνῖσα
A steam and odour of fat which exhales from roasting meat, smell or savour of a burnt sacrifice ( ἡ λιπαροῦ θυμίασις, opp. λιγνύς, Arist.Mete. 387b6, cf. 388a5); ; , cf.Ar.Av. 193, 1517: generally, odour of savoury meat, Id.Ach. 1045 (lyr.), Alex.261.4;αἱ ἐκ τῶν αἱμάτων καὶ σαρκῶν κ. Porph. Abst.2.42
; of eructations, Xenocr. ap. Orib.2.58.152.II that which causes this smell, fat caul (cf. κνῖσα· ἐπίπλους, AB1095), in which the flesh of the victim was wrapped and burnt, , cf. Od.18.45, 119, etc.;κνίσῃ τε κῶλα συγκαλυπτά A.Pr. 496
:—κνίσσα, κνίσση are incorrect forms, cf. Hdn.Gr.2.901, al.
См. также в других словарях:
κνίσα — η (AM κνῑσα, Α και επικ. τ. κνίση) 1. ο λιπαρός ατμός, ο αχνός και η οσμή από το ψήσιμο τού κρέατος («κνίση δ οὐρανὸν ἶκεν ἑλισσομένη περὶ καπνῷ» η κνίσα γύριζε γύρω από τον καπνό κι έφτανε στον ουρανό, Ομ. Ιλ.) 2. το λίπος με το οποίο τύλιγαν το … Dictionary of Greek